- ἐργαζομένων
- ἐργάζομαιworkpres part mp fem gen pl (attic)ἐργάζομαιworkpres part mp masc/neut gen pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… … Dictionary of Greek
απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… … Dictionary of Greek
συνδικαλιστικός — ή, ό, Ν [συνδικαλιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνδικαλισμό 2. φρ. α) «συνδικαλιστικό δίκαιο» (νομ.) το σύνολο τών νομοθετικών διατάξεων και κανονισμών το οποίο αφορά τη σωματειακή οργάνωση και τη συλλογική δράση τών υποκειμένων… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia